Οι Απόστολοι στάλθηκαν από το Χριστό για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο της σωτηρίας σε όλα τα έθνη. Ο Απόστολος Ανδρέας, ο Πρωτόκλητος των Αποστόλων, σύμφωνα με αξιόπιστες ιστορικές πηγές και την παράδοση της Εκκλησίας, έδρασε στη Μικρά Ασία, στις περιοχές γύρω από τον Εύξεινο Πόντο, στη Θράκη και την Αχαΐα, όπου και μαρτύρησε. Η δράση του Αποστόλου Ανδρέα σ’ αυτές τις περιοχές συντέλεσε ώστε οι Εκκλησίες τους, όπως της Τραπεζούντας, της Κωνσταντινούπολης και της Πάτρας, να τον τιμούν ιδιαίτερα ως ιδρυτή και προστάτη. Η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης έχει καθιερώσει την ημέρα της μνήμης του Αποστόλου (30 Νοεμβρίου) ως Θρονική Εορτή, την οποία γιορτάζει με λαμπρότητα.
Η αποστολικότητα του Θρόνου της Κωνσταντινούπολης φαίνεται και από τη δράση στη Μικρά Ασία του Αποστόλου και Ευαγγελιστή Ιωάννη, ο οποίος απηύθυνε το βιβλίο της Αποκάλυψης «ταῖς ἑπτά ἐκκλησίαις ταῖς ἐν τῇ Ἀσίᾳ» (Αποκ.1,4), στις Εκκλησίες, δηλαδή, της Εφέσου, της Σμύρνης, της Περγάμου, των Θυατείρων, των Σάρδεων, της Φιλαδέλφειας και της Λαοδίκειας, οι οποίες σταθερά από τον 4ο αιώνα ανήκουν στη δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Τη διπλή αποστολικότητα του Οικουμενικού Θρόνου επικαλέστηκε ο Πατριάρχης Ιγνάτιος στην Πρωτοδευτέρα Σύνοδο (861).
Πριν από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο η μικρή πόλη του Βυζαντίου, η αρχαία αυτή αποικία των Μεγαρέων, ήταν επισκοπή, στο χριστιανικό τμήμα της, που υπαγόταν στη Μητρόπολη Ηρακλείας (της Θράκης) και συμμεριζόταν τις σκληρές συνθήκες ζωής, οι οποίες προκλήθηκαν από τους διωγμούς των Ρωμαίων αυτοκρατόρων εναντίον των Χριστιανών. Πρώτος επίσκοπός της, που τοποθετήθηκε από τον ίδιο τον Απόστολο Ανδρέα, ήταν ο Απόστολος Στάχυς. Η πολιτική και πολιτιστική αίγλη με την οποία περιβλήθηκε η Κωνσταντινούπολη, ως νέα πρωτεύουσα της χριστιανικής – πλέον – αυτοκρατορίας, προκάλεσε σημαντικές ανακατατάξεις στην οργάνωση της Εκκλησίας ήδη από τον 4ο αιώνα. Τα επίσημα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης, ως νέας πρωτεύουσας, έγιναν το έτος 330.
Κατά το διάστημα μεταξύ της Α΄και της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου (325-381), εντός περίπου πενήντα ετών, η Κωνσταντινούπολη εξελίσσεται σε ηγέτιδα Εκκλησία, όπως φαίνεται από τον πρωταγωνιστικό ρόλο των Επισκόπων της κατά τη διάρκεια των Τριαδολογικών αιρέσεων. Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος ρύθμισε την ήδη παγιωμένη στην πράξη πρωτεύουσα θέση της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Η οριστική υπαγωγή τους στη δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης έγινε στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας.
Η προνομιακή αυτή θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στηριζόμενη σε ρητές κανονικές διατάξεις, κατέληξε στην ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, πέρα από νομική θεμελίωση, σε φυσικό γνώρισμά της. Ο Ορθόδοξος πολιτισμός δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί χωρίς την Κωνσταντινούπολη, η οποία κατέστη το μεγάλο κέντρο της Ορθοδοξίας σε όλη τη δυναμική ιστορική της πορεία. Στην περίοδο της ακμής και της ισχύος το Οικουμενικό Πατριαρχείο πρωτοστάτησε στη διαμόρφωση και διατύπωση των δογμάτων, στη σύγκληση των Οικουμενικών Συνόδων, στην ανάπτυξη του Μοναχισμού, στον εμποτισμό ολόκληρης της ζωής της αυτοκρατορίας με το χριστιανικό πνεύμα, σε αρμονική συνεργασία με την πολιτική εξουσία, ώστε, όντως, το Βυζάντιο να αποτελεί μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία παράδειγμα γνήσιας βίωσης του Ευαγγελίου του Χριστού. Επίσης, άσκησε ιεραποστολικό έργο με μεγάλη επιτυχία ήδη από την εποχή του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, το οποίο κορυφώθηκε τον 9ο και 10ο αιώνα με την ιεραποστολική εξόρμηση προς τον σλαβικό κόσμο. Μετέδωσε στους σλαβικούς λαούς το, αποθησαυρισμένο από τη μακροχρόνια ιστορική εμπειρία, ορθόδοξο πνεύμα και διαπότισε με αυτό οντολογικά τα βάθη του σλαβικού πολιτισμού, ο οποίος είναι αδύνατον να κατανοηθεί χωρίς την αναφορά στους πνευματικούς γεννήτορές του. Με την ιεραποστολική αυτή δράση κατέστη Μητέρα Εκκλησία όλων των λαών που προσήλθαν μέσω αυτής στη χριστιανική πίστη.
Μετά την απώλεια της εξωτερικής αίγλης και δύναμης, εξαιτίας συγκυριακών δράσεων, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανέλαβε, ως στοργική μητέρα, το έργο της προστασίας και της περίθαλψης των υποδούλων ορθοδόξων λαών. Με πολλή σύνεση και σοφία κινήθηκε μέσα στις νέες συνθήκες των καιρών και κατόρθωσε να συντηρήσει την ορθόδοξη πίστη και την αυτοσυνειδησία των Ορθοδόξων. Η εμφάνιση πλήθους Νεομαρτύρων κατά την περίοδο αυτή αποτελεί για την Ορθόδοξη Εκκλησία καύχημα και δόξα, που τη συνδέει με την αρχαία Εκκλησία των πρώτων αιώνων, των διωγμών και των μαρτυρίων.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μαζί με την ορθόδοξη πίστη, διαφύλαξε και την εθνική συνείδηση των λαών της Βαλκανικής. Η Ορθοδοξία δεν καταπνίγει την υγιή αγάπη προς την πατρίδα, αλλά την εντάσσει αρμονικά μέσα στο πλήθος των λοιπών γνωρισμάτων που συναποτελούν την ανθρώπινη πλευρά του θεανθρωπίνου σώματος της Εκκλησίας. Κάτω από την σκέπη του Οικουμενικού Πατριαρχείου οι ορθόδοξοι λαοί καλλιέργησαν τις εθνικές τους γλώσσες, ανέπτυξαν τη δική τους εκκλησιαστική γραμματεία, άκουσαν το Ευαγγέλιο «τῇ ἰδίᾳ ἕκαστος διαλέκτῳ» (Πράξ. 2,8), όπως κατά την ημέρα της Πεντηκοστής.
Το 1872 το Οικουμενικό Πατριαρχείο καταδίκασε τον «εθνοφυλετισμό» ως επικίνδυνη καινοτομία, όταν ο εθνικισμός διεκδίκησε κυρίαρχη θέση και τέθηκε επικεφαλής των γνωρισμάτων που συνιστούν την Εκκλησία, απειλώντας, με αυτόν τον τρόπο, τον πνευματικό, υπερεθνικό χαρακτήρα της και την εδραζόμενη σε πνευματικά γνωρίσματα ενότητά της.
Ο σχηματισμός ανεξάρτητων εθνικών κρατών στο χώρο της Βαλκανικής είχε ως άμεση συνέπεια τη δημιουργία αυτοκεφάλων τοπικών Εκκλησιών. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μολονότι έβλεπε να συρρικνώνεται η τεράστια δικαιοδοσία του, παραχώρησε μέσω της κανονικής οδού το αυτοκέφαλο καθεστώς στις Εκκλησίες των νέων χωρών της Βαλκανικής. Αντέδρασε μόνο σε περιπτώσεις προσβολής της κανονικής τάξης και υπερέξαρσης εθνοφυλετικών κριτηρίων. Πάντως, η πολυδιάσπαση αυτή σε εθνικές Εκκλησίες ήταν νέο φαινόμενο στη ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η πριν από αιώνες παραχώρηση του αυτοκεφάλου στην Εκκλησία της Ρωσίας (1589) δεν είχε δημιουργήσει προβλήματα στις σχέσεις των Ορθοδόξων, γεγονός που οφείλεται και στην ευπείθεια της θυγατέρας προς τη Μητέρα Εκκλησία, αλλά και στο ότι δεν είχε ακόμη εμφανιστεί και πάρει έκταση η αρχή των εθνοτήτων, η οποία, καθώς αποτέλεσε τη βάση της ύπαρξης των νέων κρατών και συνδέθηκε με τις ανάμεσά τους εθνικές διεκδικήσεις, συντέλεσε στην ψύχρανση των σχέσεων μεταξύ των αυτοκεφάλων Εκκλησιών, ιδιαίτερα κατά τις περιόδους των μακροχρόνιων πολεμικών συγκρούσεων.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, παρακολουθώντας με οδύνη αυτήν την έλλειψη ενότητας μεταξύ των Ορθοδόξων, κατέβαλε, από τις αρχές του 20ου αιώνα, εργώδη προσπάθεια συσφιγξης των διορθοδόξων σχέσεων, αναθεώρησης της μεταξύ τους ενότητας, η οποία, με τη χάρη του Θεού, στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Οι αναρίθμητες διορθόδοξες συναντήσεις και –κυρίως- το καίριας σημασίας γεγονός της σύγκλησης και πραγματοποίησης της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Κρήτη, 2016) αποδεικνύουν ότι η εποχή της αποξένωσης αποτελεί, πλέον, απλή ιστορική ανάμνηση. Οι ιστορικές πρωτοβουλίες της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης και η ολοπρόθυμη ανταπόκριση των λοιπών αυτοκεφάλων Εκκλησιών δημιούργησαν ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη συνέχιση, πάνω σ’ αυτήν την οδό, της πορείας της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η επίτευξη της διορθόδοξης ενότητας διευκόλυνε το έργο της συνδιαλλαγής με τους ετεροδόξους, προς το σκοπό της επιτυχίας της ένωσης όλων. Πραγματικά, ενωμένη η Ορθόδοξη Εκκλησία παρέχει τη μαρτυρία της ορθόδοξης πίστης, κάνοντας διάλογο με τους ετεροδόξους με αγάπη και αλήθεια. Σε καμιά άλλη εποχή δεν διεξήχθησαν τόσοι θεολογικοί διάλογοι, όσοι διεξάγονται σήμερα. Το αποτέλεσμα αυτών των διαλόγων και γενικότερα της συμμετοχής των Ορθοδόξων στη λεγόμενη Οικουμενική κίνηση, εφόσον αυτή η συμμετοχή στηρίζεται στις αρχές της ορθόδοξης πίστης και ζωής, επαφίεται στη χάρη του Θεού, ο οποίος αληθεύει με αγάπη και αγαπά με αλήθεια.
Η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, πρωτόθρονη μεταξύ των αυτοκεφάλων Εκκλησιών και έχουσα, ιστορικά και θεολογικά, το δικαίωμα και την ευθύνη της έναρξης και του συντονισμού των ενεργειών διορθόδοξης σημασίας, δεν παύει να αποτελεί τοπική Εκκλησία, της οποίας η δικαιοδοσία περιορίζεται σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.
Η ευρύτατη αυτή δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης άρχισε σταδιακά να μειώνεται με τη παραχώρηση της αυτοκέφαλης αξίας σε τοπικές Εκκλησίες: στην Εκκλησία της Ρωσίας (1589), στη Εκκλησία της Ελλάδας (1850), στην Εκκλησία της Σερβίας (1879), στη Εκκλησία της Ρουμανίας (1885), στη Εκκλησία της Πολωνίας (1924), στην Εκκλησία της Αλβανίας (1937), στην Εκκλησία της Βουλγαρίας (1945), στην Εκκλησία της Γεωργίας (1990), στην Εκκλησία των χωρών Τσεχίας και Σλοβακίας (1998) και στην Εκκλησία της Ουκρανίας (2019).
Πιο σοβαρή ήταν η συρρίκνωση της δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου που προέκυψε από τη φυγή των ορθοδόξων πληθυσμών από τις πατρογονικές τους εστίες στον Πόντο, τη Θράκη και τη Μικρά Ασία, οι οποίες, όπως είδαμε, αποτελούσαν τον ανά τους αιώνες ιστορικό και γεωγραφικό χώρο της εκκλησιαστικής του δικαιοδοσίας. Η φυγή αυτή συντελέστηκε μετά τον μικρασιατικό πόλεμο του 1922 και εξακολουθεί μέχρι σήμερα. Έτσι, από τις περιοχές αυτές απέμειναν στην Τουρκία σήμερα η Αρχιεπισκοπή Κωνσταντινούπολης και τέσσερεις Μητροπόλεις: Χαλκηδόνος, Δέρκων, Πριγκηποννήσων και Ίμβρου και Τενέδου, ενώ κατά τα τελευταία χρόνια αναβίωσε η λειτουργική ζωή και σε άλλες ιστορικής σημασίας εκκλησιαστικές Επαρχίες της χώρας, όπως οι Μητρόπολεις Πισιδίας, Βρυούλων, Σμύρνης, Αδριανουπόλεως, Προύσης και Γάνου και Χώρας.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως προβλέπεται από τους Ιερούς Κανόνες, ίδρυσε νέες Αρχιεπισκοπές και Μητροπόλεις σε Ευρώπη, Αμερική, Ωκεανία και Ασία, τις οποίες διακρίνει ιδιαίτερος δυναμισμός.
Εκτός των ορίων του τουρκικού κράτους εξακολουθούν να παραμένουν επίσης κάτω από την άμεση δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου οι Μητροπόλεις των Δωδεκανήσων, η ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης, η Πατριαρχική Εξαρχία της ιεράς νήσου Πάτμου, τα Μοναστήρια του Αγίου Όρους και άλλα Πατριαρχικά Ιδρύματα και Εστίες σε όλη την οικουμένη. Επιπλέον, στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου ανήκουν και οι Μητροπόλεις των λεγομένων «Νέων Χωρών», των οποίων η διοίκηση δόθηκε το 1928 επιτροπικώς στην Εκκλησία της Ελλάδας.